ἀμαξοφόρητος

ἀμαξοφόρητος
ᾰμαξοφόρητος
1 waggon-borne νομάδεσσι γὰρ ἐν Σκύθαις ἀλᾶται στρατῶν ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται fr. 105b. 2.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμαξοφόρητος — ἁμαξοφόρητος, ον (Α) 1. αυτός που φέρεται, που μετακινείται με άμαξα 2. φρ. «ἁμαξοφόρητος οἶκος», για τους Σκύθες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φορητός < φορέω, βλ. φέρω] …   Dictionary of Greek

  • ἀμαξοφόρητον — ἁμαξοφόρητος carried in wagons masc/fem acc sg ἁμαξοφόρητος carried in wagons neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξοφόρητον — ἁμαξοφόρητος carried in wagons masc/fem acc sg ἁμαξοφόρητος carried in wagons neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξοφόρητοι — ἁμαξοφόρητος carried in wagons masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα — η (Α ἅμαξα και ἄμαξα) 1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο τής άμαξας, το αμάξωμα πρβλ. και ἀπήνη) 2. φρ. «τού λέω (ή τού ψέλνω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”